ανάκριση, η, ουσ. [<αρχ. ἀνάκρισις], η ανάκριση·
- ανάκριση τρίτου βαθμού, πολύ σκληρή ανάκριση, όπου πολλές φορές χρησιμοποιείται και βία για την απόσπαση στοιχείων ή ομολογίας: «του ’καναν ανάκριση τρίτου βαθμού και τα ξέρασε όλα»·
- περνώ (από) ανάκριση, μου κάνουν εξονυχιστικές ερωτήσεις, για να τους πω όλα όσα τους ενδιαφέρουν: «εσύ δε μου ’κανες απλά ερωτήσεις, εσύ με πέρασες από ανάκριση». Και στις δυο περιπτώσεις ουδεμία σχέση με ανακριτική αρχή·
- του κάνω ανάκριση, του κάνω εξονυχιστικές ερωτήσεις, για να μάθω όλα όσα με ενδιαφέρουν: «τον είχε μια ώρα και του ’κανε ανάκριση για να μάθει τι είπαν οι άλλοι γι’ αυτόν».